-
1 περι-ποιητικός
περι-ποιητικός, ή, όν, übrig lassend, erübrigend, erwerbend, verschaffend, Sp., τινός, z. B. πνευμάτων, Ath. VIII, 358 a.
-
2 ἔρνος
ἔρνος, τό, junger Trieb der Pflanzen, Schößling, Ranke, Zweig; ἐλαίης Il. 17, 53; φοίνικος Od. 6, 163; in Vergleichen, wie ὁ δ' ἀνέδραμεν ἔρνεϊ ἶσος, schlank, wie ein junger Baum, schoß er in die Höhe, wuchs er auf, Il. 18, 437; τὸν δ' ἐπεὶ ϑρέψαν ϑεοὶ ἔρνεϊ ἶσον Od. 14, 175; πορφύρεα Pind. N. 11, 29; von Kränzen, I. 1, 66 N. 6, 18; ἔρνεσι δάφνης Eur. Med. 1123; δόνακος Hel. 183; ὕλας Bacch. 876; δρυός Cycl. 615; Theophr. Oft bei den Dichtern übertr. von Menschen, Kind, Sprößling, Λατοῠς Pind. N. 6, 38, vgl. I. 3, 63; οἷον ἔρνος οὔτις ἂν τέκοι ϑεός Aesch. Eum. 636, vgl. Ag. 1506; τῆς σῆς τόδ' ἔρνος νηδύος Eur. Bacch. 1307; Soph. O. C. 1110; Ar. Eccl. 973; Opp. Cyn. 2, 194 sagt sogar vom Hirschgeweih κεράων πολυδαίδαλον ἔρνος. – Ueber den Spiritus vgl. Lexic. περὶ πνευμάτων hinter Valck. Amm. p. 197 u. Elmsl. Eur. Med. 1182.
-
3 στένω
στένω, nur praes. u. impt., 1) eng machen (s. das ion. στείνωυ – 2) stöhnen, seufzen; μέγα δ' ἔστενε κυδάλιμον κῆρ, sehr seufzte er im Herzen, Il. 10, 16; Od. 21, 247; auch ἐν δέ τέ οἱ κραδίῃ στένει ἄλκιμον ἦτορ, Il. 20, 169; auch vom Tosen des rauschenden Meeres, 23, 230, wie Soph. δεινῶν τ' ἄημα πνευμάτων ἐκοίμισεν στένοντα πόντον, Ai. 660; ὑπέρ τινος, über Etwas, Aesch. Prom. 66, der es auch von andern Dingen braucht; στένουσι πύργοι, στένει πέδον φίλανδρον, Spt. 883; ὲντὸς δὲ καρδία στένει, 951; Soph. El. 947 u. öfter; Ar. Ach. 30 Vesp. 180; ἐπί τινι, Dem. 18, 244. – C. accus., beklagen, beseufzen; ἄλγος, Aesch. Prom. 433; στένω σε τᾶς οὐλομένας τύχας, ich beklage dich um das Geschick, 397; ἢ κεῖνον στένω, Soph. Phil. 338, vgl. 795, u. öfter; τὸν ϑανόντα οὐ στένεις τόνδε, Eur. Hec. 678; Or. 77 u. oft. – Auch med., in derselben Bdtg, οὓς πέρι πᾶσα χϑὼν ϑρέψασα πόϑῳ στένεται, Aesch. Pers. 62.
См. также в других словарях:
Трифон — (Tryphon, Τρύφων) 1) полководец сирийского царя Александра I Баласа (150 146 до Р. Хр.), настоящее имя его Диодот. Вскоре после воцарения Димитрия II Никатора (в 145 г.), он привез из Аравии двухлетнего Антиоха, сына Александра I Баласа, и,… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Κριλόφ, Ιβάν Αντρέγεβιτς — (Ivan Andreyevich Krylov, Μόσχα 1769 – 1844). Ρώσος ποιητής, θεατρικός συγγραφέας και μυθογράφος. Έζησε στην Αγία Πετρούπολη, όπου σταδιοδρόμησε ως λογοτέχνης. Αρχικά έγραψε διηγήματα και σάτιρες και, αργότερα, κωμωδίες και τραγωδίες… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Φιλοσοφία και Σκέψη — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΦΙΛΟΣΟΦΙΑ Η φιλοσοφία ως κατανοητικός λόγος Όταν κανείς δοκιμάζει να προσεγγίσει την αρχαία ελληνική φιλοσοφία, πρωτίστως έρχεται αντιμέτωπος με το ερώτημα για τη γένεσή της. Πράγματι, η νέα ποιότητα των φιλοσοφικών θεωρήσεων της… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Θρησκεία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ Το περιεχόμενο της θρησκείας που επικράτησε στον ελλαδικό χώρο κατά την Παλαιολιθική εποχή δεν είναι δυνατόν να προσδιοριστεί επακριβώς. Τα λιγοστά και δυσεξιχνίαστης σημασίας ευρήματα δεν βοηθούν προς την κατεύθυνση αυτή … Dictionary of Greek
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… … Dictionary of Greek
Нил Синаит — (ум. 430) писатель, ученик Иоанна Златоуста, монах на горе Синае. Помимо многочисленных писем, написал много сочинений, относящихся частью к области христианской этики, частью к регулированию аскетической жизни. Важнейшие из них: Περιστέρια πρός… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
αρλεκίνος — Πρόσωπο της ιταλικής κομέντια ντελ άρτε και έπειτα της κωμωδίας του 18ου αι., πρωταγωνιστής σε πολυάριθμες γαλλικές, ιταλικές κ.ά. κωμωδίες, παντομίμες και μπαλέτα. Το όνομα Α. είναι ίσως παραφθορά του Allchino, όνομα διαβόλου, που ο Δάντης τον… … Dictionary of Greek